- ξαναδιαβάζω
- μετ. снова читать, перечитывать;
ξαναδιαβάζω τα μαθήματα — повторять уроки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναδιαβάζω τα μαθήματα — повторять уроки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναδιαβάζω — διαβάζω πάλι, διαβάζω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω την ανάγνωση … Dictionary of Greek
ξαναδιαβάζω — ξαναδιάβασα, διαβάζω, μελετώ το ίδιο θέμα: Οι μαθητές που απέτυχαν πρέπει να ξαναδιαβάσουν τα μαθήματά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)